ωμοφόρος

ωμοφόρος
ὁ, ΜΑ
1. μεταφορέας, αχθοφόρος («τῶν τοῡ ὠμοφόρου ὤμων», Επιφάν.)
2. ως κύριο όν. ὁ Ὠμοφόρος
(στον μανιχαϊσμό) αυτός που κρατά τη Γη στους ώμους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + -φόρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὠμοφόρος — porter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοφόρον — ὠμοφόρος porter masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοφόρου — ὠμοφόρος porter masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοφόρους — ὠμοφόρος porter masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοφόρῳ — ὠμοφόρος porter masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωμοφορώ — έω, ΜΑ [ὠμοφόρος] μεταφέρω κάτι στους ώμους μου …   Dictionary of Greek

  • ωμοφόριο — Κάλυμμα των ώμων (σάρπα), άμφιο. Πρόκειται για στενόμακρο ύφασμα, πολυτελές και στολισμένο με σταυρούς και κρόσσια. Το φορούν οι αρχιερείς της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, έτσι ώστε το ένα άκρο του να κρέμεται μπροστά και το άλλο πίσω. * * * το /… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”